Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδίλα η [laδíla] Ο25α : έντονη και δυσάρεστη: α. μυρωδιά λαδιού: Mόλις μπήκα στο σπίτι, μια έντονη ~ απ΄ την κουζίνα με χτύπησε στη μύτη. β. γεύση λαδιού: Tο λάδι ήταν βαρύ και μου άφησε μια απαίσια ~ στο στομάχι.
[λάδ(ι) -ίλα]



