Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδάς ο [laδás] Ο1 : παραγωγός και κυρίως έμπορος λαδιού.

[λάδ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες