Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγωχειλία η [laγoxilía] Ο25α : (ιατρ.) δυσπλασία (σχισμή) του άνω χείλους από τη μύτη ως το άκρο του.
[λόγ. < αρχ. λαγώ(ς δες στο λαγός) + χείλ(ος) -ία κατά το λαγωφθαλμία]



