Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγωνικός, επίθ.· πληθ. ουδ. λαβώνικα.
-
- (Προκ. για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς, κυνηγετικός:
- (Προδρ. I 238)·
- λαγωνικούς χοντρόσκυλους από την Λουμπαρδέαν (Συναξ. γαδ. 33).
- Το ουδ. και το θηλ. ως ουσ. =
- α) κυνηγετικός σκύλος:
- οπού 'χω δυο λαβώνικα που κρένω να μην φύγει λαγός από το στόμα τους (Ευγέν. 252)·
- λαγωνικές εσύρνασιν (ενν. οι δούλοι), γεράκια εκρατούσαν (Διγ. O 1305)·
- β) (το ουδ., συνεκδ.) κυνήγι:
- άφηκε το λαγωνικό, γιατί τονε παιδεύγει (Ερωτόκρ. Ά 135).
- α) κυνηγετικός σκύλος:
[<επίθ. λακωνικός (κύων, Steph. VI 51D· βλ. και λακ‑) με επίδρ. του ουσ. λαγ(ω)ός. Το ουδ. ως ουσ. στο Meursius (λαγονικόν) και σήμ. (‑ό)]
- (Προκ. για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς, κυνηγετικός:



