Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαγούμι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγούμι το [laγúmi] Ο44 : 1. υπόγειος οχετός για την αποχέτευση ακάθαρτων νερών, υπόνομος. 2. υπόγεια στοά ορυχείων, γαλαρία ή στοά που ανοίγεται για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών υλών. || (επέκτ.) για κάθε υπόγεια στοά.

[τουρκ. lâgιm ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγουμιτζής ο [laγumidzís] & λαγουμτζής ο [laγumdzís] Ο8 : αυτός που κατασκευάζει, διανοίγει υπονόμους, υπόγειες στοές.

[τουρκ. lâgιm() -ιτζής, -τζής, κατά τη λ. λαγούμι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go