Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγοπόδαρο το [laγopóδaro] Ο41 : το πόδι του λαγού. || το ακραίο τμήμα του ποδιού του λαγού, που πιστεύεται ότι φέρνει τύχη στον κάτοχό του.
[λαγ(ός) -ο- + ποδάρ(ι) -ο]



