Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγκός ο· πληθ. λαγκά.
-
- Λαγκάδι, χαράδρα:
- Κοντό στους κάμπους να κρατώ γή στα λαγκά, δεν ξεύρω (Θυσ. 1047).
[πιθ. <ουσ. λάγκος (έγγρ. 11. και 12. αι.) <λάκκος. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Λαγκάδι, χαράδρα:



