Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγκάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λαγκάς ‑άδα η.
  • Λαγκάδι, δασωμένη κοιλάδα:
    • σπήλαιον … μέσα εις δύο βουνία, εις μίαν λαγκάδα απέσω (Χρον. Μορ. H 5428).

[<ουσ. λάγκος (βλ. και λαγκός) + κατάλ. ‑άς ‑άδα (Kahane, GR I 327-9). Η λ. (‑άς) τον 6. αι. (‑γγ‑, Du Cange, Lampe)· ο τ. ‑άδα και σήμ. ιδιωμ. και ως τοπων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες