Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαβωματιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβωματιά η [lavomatxá] Ο24 : (λογοτ.) το τραύμα, η πληγή από όπλο: Tο στήθος του πολεμιστή ήταν γεμάτο λαβωματιές.

[μσν. λαβωματία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λαβωματ- (λάβωμα) -ία > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go