Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαβυρινθώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβυρινθώδης -ης -ες [lavirinθóδis] Ε11 : 1. που μοιάζει με λαβύρινθο, πολύπλοκος, δαιδαλώδης: Περάσαμε μέσα από λαβυρινθώδεις στοές. 2. (μτφ.) περίπλοκος, δυσνόητος, αδιέξοδος: Xάθηκε μέσα σε λαβυρινθώδεις συλλογισμούς.

[λόγ. < αρχ. λαβυρινθώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες