Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαίμαργος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λαίμαργος, επίθ.· λίμαργος.
  • α) Που τρώει πολύ και βιαστικά, λιχούδης:
    • (Σπαν. A 401
  • β) άπληστος:
    • ήτον κενόδοξος, υπερήφανος, … λαίμαργος, άρπαγος (Συναδ. φ. 75r
  • γ) (προκ. για επιθυμία) ακόρεστος, ανικανοποίητος:
    • ένας μόνος θάνατος δεν δύνεται … την λαίμαργή της πεθυμιάν καλά να την χορτάσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [886]).

[αρχ. επίθ. λαίμαργος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαίμαργος -η -ο [lémarγos] Ε5 : 1. που θέλει συνεχώς να τρώει, που είναι άπληστος στο φαΐ· λιμάρης: Tι λαίμαργο παιδί! 2. που τρώει βιαστικά και ακατάστατα. 3. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει η απληστία, η ισχυρή επιθυμία: Tην κοίταξε με λαίμαργο ερωτικό βλέμμα. λαίμαργα ΕΠIΡΡ: Mην τρως ~.

[λόγ. < αρχ. λαίμαργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες