Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαίλαπας ο.
-
- Ισχυρότατος άνεμος, ορμητική θύελλα:
- Ο Κύριος έριξεν άνεμο … και ήτον λαίλαπας μέγας εν τῃ θάλασσᾳ (Ιων. I 4).
[αρχ. ουσ. λαίλαψ η - νεότ. ‑απα με αλλαγή γένους]
- Ισχυρότατος άνεμος, ορμητική θύελλα:



