Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαίλαπα η [lélapa] Ο28 : 1. εξαιρετικά ισχυρός άνεμος σύντομης σχετικά διάρκειας και με απότομες και συνήθ. μεγάλες αλλαγές στη διεύθυνσή του: ~ έπληξε τις βόρειες ακτές του νησιού και προξένησε καταστροφές. 2. (μτφ.) για κτ. που προξενεί ζημιές, καταστροφές μεγάλης έκτασης: H ~ του β' παγκόσμιου πολέμου σάρωσε την Ευρώπη.
[λόγ. < αρχ. λαῖλαψ, αιτ. -απα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαίλαπας ο.
-
- Ισχυρότατος άνεμος, ορμητική θύελλα:
- Ο Κύριος έριξεν άνεμο … και ήτον λαίλαπας μέγας εν τῃ θάλασσᾳ (Ιων. I 4).
[αρχ. ουσ. λαίλαψ η - νεότ. ‑απα με αλλαγή γένους]
- Ισχυρότατος άνεμος, ορμητική θύελλα:



