Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίτε
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λίτε η· λίτη.
  • 1) Δίκη:
    • έχομεν μίαν λίτε … με τους αφέντες … και άλλην μίαν … εις την Βενετίαν, ανίσως και … ο Θεός θέλει … να τες κερδαίσομε (Μορεζίν., Διαθ. 484
    • φρ. γυρεύεται η λίτη = διεξάγεται η δίκη:
      • (Ιστ. Μαρκ. 76).
  • 2) (Συνεκδ.) πράξη που «καταδικάζεται» από την κοινωνία:
    • άδικος, κλέπτης να γενεί … λίτες και δώσια να αγαπά (Σαχλ., Αφήγ. 332 (έκδ. δίδε· διόρθ. Ξανθουδίδης)).

[<ιταλ. lite. Ο τ. και σήμ. κυπρ. και κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες