Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμπρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λίμπρο το.
— Βλ. και λίμπερο.
  • Βιβλίο:
    • όλα τα λίμπρα μου ήπιασα να τα φυλλολοήσω (Φορτουν. Ά 208).

[<ιταλ. libro. Η λ. το 16. αι. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κόμης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες