Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίμπερο ο [líbero] & λίμπερο το [líbero] Ο (άκλ.) : (ποδ.) παίκτης, χωρίς συγκεκριμένη θέση στη διάταξη της ομάδας, που αναλαμβάνει να καλύπτει διάφορες θέσεις κατά την κρίση του και σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα.
[λόγ. < γερμ. Libero (στη νέα σημ.) < ιταλ. libero `ελεύθερος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λίμπερο το.
-
— Βλ. και λίμπρο.
- Βιβλίο:
- Λίμπερα και καλά χαρτιά έχουν (Αλφ. 1141).
[<βεν. libero. Η λ. στο Somav.]
- Βιβλίο:
[Λεξικό Κριαρά]
- λίμπερος, επίθ.
-
- Ελεύθερος, αδέσμευτος (από υποχρεώσεις):
- έναι λίμπερος από κείνο οπού κοντενίρει η ίδια σεντέντσια (Βαρούχ. 17322).
[<ιταλ. libero. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κόμης)]
- Ελεύθερος, αδέσμευτος (από υποχρεώσεις):



