Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμνασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίμνασμα το [límnazma] Ο49 : 1. η ακινησία, η στασιμότητα των νερών. 2. (μτφ.) η αδράνεια, η απραξία, η ακινησία.

[λόγ. λιμνασ- (λιμνάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες