Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
λίμα η.
  • Μεγάλη πείνα:
    • να έλθουν εις πείνα και εις λίμα, να μη έχουν τι να φάσιν (Χρον. Μορ. Ρ 613).

[<λιμάζω. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίμα 1 η [líma] Ο25 : 1. εργαλείο οδοντωτό που χρησιμοποιείται για τη λείανση ή τη λέπτυνση επιφανειών ή αντικειμένων, κυρίως μεταλλικών: Xοντρή / ψιλή / στρογγυλή / τριγωνική ~. || ~ νυχιών. 2. (μτφ., προφ.) πολυλογία, φλυαρία: Mας έπιασε / μας τάραξε στη ~. || (για πρόσ.) ο φλύαρος, ο πολυλογάς: Είναι μια ~ αυτός!

[ιταλ. lima]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίμα 2 η : (προφ.) η μεγάλη πείνα, η λαιμαργία: Έχω μια ~!

[μσν. λίμα < λιμ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμαγχονώ.
  • Λιμοκτονώ, «πεθαίνω της πείνας»:
    • οι … πένητες, οι λιμαγχονημένοι (Προδρ. ΙΙ 82).

[αρχ. λιμαγχονέω. Τ. λιμαχούμαι σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμαδόρος ο [limaδóros] Ο18 : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, πολυλογάς.

[λίμ(α) 1 -αδόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμάζω [limázo] Ρ2.2α μππ. λιμασμένος : (προφ.) κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία: Δε χορταίνει με τίποτε, ο λιμασμένος!

[μσν. λιμάζω < αρχ. λιμ(ός) -άζω (πρβ. ελνστ. λιμώσσω, ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμάζω· λιμάσσω.
  • α) Πεινώ πολύ, «λυσσώ» από την πείνα:
    • Τ’ αδύναμα (ενν. δαμάλια) λιμάξασι και τρώσι τα (ενν. παχιά) δαμάλια (Χούμνου, Κοσμογ. 1721
  • β) λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα:
    • όρισεν Αλέξανδρος … να σφάξουν τα άλογά τους για να φαν ως για να μη λιμάξουν (Αλεξ. 896).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) πεινασμένος, νηστικός:
      • σκυλί … λιμασμένο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [442]
      • (πλεοναστικά):
        • λιμασμένην πείνα (Γεωργηλ., Θαν. 23
    • β) πεινασμένος, ταλαίπωρος:
      • ο πτωχός, ο λιμασμένος (Πτωχολ. α 410).

[<αρχ. λιμώσσω. Ο τ. στη Σούδα, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμάνι το [limáni] Ο44 : 1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλιακής έκτασης, θαλάσσιας αλλά και ποταμού ή λίμνης, κατάλληλη για να αγκυροβολούν και να σταθμεύουν με ασφάλεια πλοία και άλλα σκάφη: Θαλάσσιο / ποτάμιο / εμπορικό ~. Tο ~ της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει μεγάλη εμπορική κίνηση. Tο πλοίο μπήκε / άραξε / έδεσε / αγκυροβόλησε στο ~. Kολυμπούσαν στα βρόμικα νερά του λιμανιού. Πιάνω (σε) ~, αράζω, αγκυροβολώ. 2α. παραθαλάσσια πόλη που διαθέτει λιμάνι: Ο Πειραιάς είναι το μεγαλύτερο ελληνικό ~. β. το τμήμα της πόλης που περιλαμβάνει το λιμάνι, τις εγκαταστάσεις του και τη γύρω περιοχή: Φάγα με σ΄ ένα ταβερνάκι του λιμανιού. Tραβήξαμε προς τις αποθήκες του λιμανιού. (έκφρ.) του λιμανιού, λέγεται υποτιμητικά ή και υβριστικά για κπ.: Tύπος / μάγκας του λιμανιού, κακόφημος, του υποκόσμου, του σκοινιού και του παλουκιού. 3. (μτφ.) ασφαλές καταφύγιο: H οικογένειά του ήταν γι΄ αυτόν ένα ~ γαλήνης και ηρεμίας. λιμανάκι το YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < τουρκ. liman < ελνστ. λιμένιον υποκορ. του αρχ. λιμήν]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμαντικός, επίθ.
— Βλ. και λιμάρικος.
  • Πειναλέος:
    • Λαλεί τινές (ενν. ο Μούρτζουφλος) … τσάγδαρους και λιμαντικούς, βουλή τους εβουλεύτη (Χρον. Μορ. Ρ 738).

[πιθ. <αόρ. του αρχ. λιμαίνω + κατάλ. ‑τικός]

[Λεξικό Κριαρά]
λίμαργος, επίθ.,
βλ. λαίμαργος.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες