Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίθιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίθιο το [líθio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα.

[λόγ. < νλατ. lithion < αρχ. λίθ(ος) -ion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες