Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίβελλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λίβελλος ο.
  • Μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο:
    • (Ελλην. νόμ. 5182).

[μτγν. ουσ. λίβελλος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες