Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίβανον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λίβανον το.
  • Λιβάνι:
    • Με λίβανα πολύτιμα, αρώματα και μύρα (Θησ. Ζ́ [487]).

[ουσ. λίβανος με αλλαγή γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες