Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήξας -ασα -αν [líksas] Ε12δ : (λόγ.) που έχει φτάσει σε ένα τέλος, κυρίως χρονικό, που έχει τελειώσει: Tο επεισόδιο θεωρείται λήξαν.
[λόγ. < αρχ. λήξας μτχ. αορ. του λήγω]



