Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήκυθος η [líkiθos] Ο36 : στην αρχαιότητα, δοχείο αρωματικού λαδιού, μυροδοχείο σε σχήμα φιάλης, με μια λαβή και με βαθύ στόμιο.
[λόγ. < αρχ. λήκυθος]



