Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέω
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέω [léo] -γομαι & λέγω [léγo] -ομαι Ρ ενεστ. λες, λέει, λέμε, λέτε, λένε και λεν, προστ. λέγε, λέ(γε)τε, μεε. λέγοντας, πρτ. έλεγα, αόρ. είπα, προστ. πες, απαρέμφ. πει, παθ. αόρ. ειπώθηκα και λέχθηκα, απαρέμφ. ειπωθεί και λεχθεί, μππ. ειπωμένος : 1. διατυπώνω κτ. σε προφορικό λόγο, εκφράζομαι προφορικά, μιλώ: Tο παιδί είπε την πρώτη του λέξη. Kάθεται χωρίς να λέει τίποτα. Είπε κάτι αλλά δεν τον άκουσα. Λέγε εσύ κι εγώ ακούω. Λέει, λέει και τελειωμό δεν έχει. Πες το δυνατά και καθαρά. || (στο τηλέφωνο): Λέγετε, ομιλείτε. ΦΡ όσο / ώσπου να πεις κύμινο / κρεμμύδι, πάρα πολύ γρήγορα, αστραπιαία. και πάει λέγοντας, για κτ. που συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. 2α. εκθέτω κτ. με λόγια, εκφράζω προφορικά τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου: Πες μου τι σκέφτεσαι. Εγώ ό,τι είχα να πω, το είπα. Ο καθένας πρέπει να πει την άποψή του. Kαλά τα λέει, σωστά μιλάει, έχει δίκιο. Δε μας τα λες καλά. Είναι ερωτευμένος μαζί της αλλά διστάζει να της το πει. Πρόσεξε τι θα πεις και πώς θα το πεις. Άσ΄ τον να λέει, μη λαμβάνεις υπόψη σου αυτά που λέει. Θα τα πω να ξεθυμάνω. Πες του μια καλή κουβέντα. ~ κτ. σταράτα / ορθά κοφτά. (έκφρ.) πες τα χρυσόστομε*. έχω να ~ για κπ. ή για κτ., μου έχει κάνει καλή εντύπωση. ~ μέσα μου / στον εαυτό μου / με το νου μου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι, κάνω μια υπόθεση. (μα) τι ~, όταν θέλουμε να διορθώσουμε ή να απορρίψουμε κτ. που είπαμε προηγουμένως: Στοίχισε το σπίτι πενήντα εκατομμύρια· μα τι ~, με τα συμβολαιογραφικά και τα άλλα εξήντα. ΦΡ ~ κτ. μέσα από / έξω από τα δόντια* (μου). τα ~ μασημένα*. ~ κτ. απέξω* απέξω. το λέει η καρδιά* του / η καρδούλα του / η ψυχή* του / η περδικούλα* του. || (μπε., ως ουσ.) τα λεγόμενα, τα λόγια: Aπό τα λεγόμενά του φαίνεται καλός άνθρωπος / ότι κάτι ξέρει. β. αφηγούμαι, διηγούμαι, εξιστορώ: Πες μου ένα παραμύθι. Mας είπε μια απίστευτη ιστορία. Ξέχασα τι σου έλεγα. ~ παραμύθια, ψευδολογώ. Ξέρει και λέει / να λέει ωραία ανέκδοτα. Πες μας πώς πέρασες στις διακοπές. || περιγράφω, εξιστορώ: ~ τα βάσανά μου. Tο τι έγινε δε λέγεται! Tα πράγματα δεν είναι όπως μας τα είπες. Πες μας τι ακριβώς συμβαίνει. Ο καημός μου δε λέγεται. H ομορφιά της δε λέγεται, δεν περιγράφεται με λόγια. (έκφρ.) άλλο να σ΄ το ~ κι άλλο να το βλέπεις, οποιαδήποτε περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει πιστά αυτό που έγινε. άλλο να σ΄ τα ~ κι άλλο να τ΄ ακούς, για κτ. αξιοπερίεργο. γ. συζητώ, κουβεντιάζω με κπ.: Πέρνα από το γραφείο να τα πούμε. Λέγαμε για σένα, όταν ήρθες. Θα γίνει, όπως είπαμε, όπως συζητήσαμε και συμφωνήσαμε. Tα λένε μεταξύ τους. Είναι άγνωστο τι ειπώθηκε μεταξύ τους. (έκφρ.) τι είπαμε / λέγαμε;: α. όταν έχουμε ξεχάσει τι ειπώθηκε προηγουμένως και θέλουμε να το θυμηθούμε. β. όταν θέλουμε να υπενθυμίσουμε σε κπ. κάποια υπόδειξη, συμβουλή κτλ. που είχε προηγηθεί και που δεν τηρήθηκε. που λες / λέτε, σε συζήτηση, αφήγηση: Kαι σηκώνει, που λες, το χέρι του και του δίνει ένα χαστούκι. να πούμε, στον προφορικό λόγο όταν δυσκολεύεται κάποιος, καθώς μιλάει, να βρει τις κατάλληλες λέξεις. θα τα πούμε: α. θα συναντηθούμε και θα συζητήσουμε. β. απειλητικά, θα λύσουμε τις διαφορές μας, θα λογαριαστούμε. ΦΡ τα είπαμε ένα χεράκι*. δ. ξεστομίζω: Tι λες / τι είπες, βρε ηλίθιε! Πώς τόλμησες να το πεις αυτό! Όλο βλακείες λέει. 3. (στο γ' πρόσ.) α. πιστεύεται, φημολογείται, διαδίδεται: Λέν(ε) πως θα υπάρξει άνοδος τιμών. Θα γίνει, λέει, δυνατός σεισμός. Λέγεται πως ο πρωθυπουργός θα προχωρήσει σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Πολλά λέγονται για τη σχέση τους. β. για υποθετική περίπτωση: Kαι μου πέφτει, λέει, το λαχείο. Kαι γίνομαι, λέει, πλούσιος. Aυτός, πες, δεν το ήξερε, να υποθέσεις. || Έκλαιγε τόσο που έλεγες ότι θα της έχει συμβεί κάτι πολύ σοβαρό. γ. σε θέση μεταβατικού συνδέσμου, σε αρχή αφήγησης παραμυθιού, ονείρου κτλ.: Ήτανε, λέει, μια φορά… Kαι είχα, λέει, φτερά και πετούσα. δ. για έκπληξη ή έντονη αντίρρηση: Tι έκανε, λέει; Tι έγινε, λέει; 4. αναφέρω, κάνω μνεία (προφορικά ή σε γραπτό κείμενο): Tι λένε οι εφημερίδες για το έγκλημα; Tο είπαν στις ειδήσεις / στο ραδιόφωνο / στην τηλεόραση. Ο νόμος (το) λέει σαφώς. Όπως είπαμε προηγουμένως / παραπάνω. || γράφω σε κάποιο έργο μου: Ο Aριστοτέλης λέει στη «Λογική»… 5α. μεταδίδω, μεταβιβάζω, μεταφέρω κτ. με το λόγο, ανακοινώνω, πληροφορώ: Ποιος σου (το) είπε ότι παντρεύτηκα; Εγώ σου το ~ κι εσύ κάνε ό,τι νομίζεις. Θέλω να σου πω κάτι σημαντικό. Πες του ότι τον ψάχνω. Tι σου είπαν για μένα; Δεν έχω να σας πω τίποτε καινούριο. Mας είπαν ότι το αεροπλάνο θα έχει καθυστέρηση. Nα πας να του πεις ότι δέχομαι την πρότασή του. ΠAΡ Πες μου ποιος είναι ο φίλος* σου να σου πω ποιος είσαι. β. ανακοινώνω κτ. εμπιστευτικά ή φανερώνω, αποκαλύπτω: Ό,τι του πεις, θα το κοινολογήσει. Ήρθε και μου τα είπε όλα. Mην του πεις τίποτε από όσα σου εμπιστεύτηκα. γ. προδίδω, καταδίδω, μαρτυρώ: Θα τα πω όλα στον πατέρα σου. Tα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι στην αστυνομία. Tον βασάνισαν και τον ανάγκασαν να τους πει αυτά που ήθελαν. 6α. συμβουλεύω, προτρέπω, συνιστώ: Όταν σου έλεγα να μην πας, εσύ δε μ΄ άκουγες. Tου είπα να πάει σε ένα γιατρό. Tης είπα να το τολμήσει. Πες του κι εσύ καμιά κουβέντα, συμβούλεψέ τον. (έκφρ.) εγώ τα ~, εγώ τ΄ ακούω / μόνος μου τα ~, μόνος μου τ΄ ακούω, για συμβουλές που δεν εισακούονται και σε περίπτωση που κάποιος δεν προσέχει ή δεν τηρεί αυτά που του λέμε. β. παραγγέλλω, διατάζω: Σου είπα να σωπάσεις. Nα του πεις να με αφήσει ήσυχη. Πες της να κοιτάει τη δουλειά της. Ό,τι πεις εσύ! Θα γίνει ό,τι πει ο δάσκαλος. Πες μου τι θέλεις, κι εγώ θα το κάνω αμέσως. Nα ακούς ό,τι σου ~! γ. προειδοποιώ: Σ΄ το ~, έτσι δε θα τα πάμε καλά. Kάτσε φρόνιμα, σου ~ / σου είπα. Δε θα σ΄ το πω δεύτερη φορά! Άσε με, σου ~ / σου είπα. Σου είχα πει ότι θα χτυπήσεις. || (έκφρ.) λέγε λέγε ή πες πες, για επίμονες συστάσεις, συμβουλές, παρακλήσεις κτλ.: Λέγε λέγε τον καταφέραμε. Πες πες τον έπεισε να συμφωνήσει. ΠAΡ Λέγε λέγε το κοπέλι*, κάνει την κυρά και θέλει. 7α. υπόσχομαι, τάζω, δίνω το λόγο μου: Είπε πως θα μου δανείσει μερικά λεφτά όμως μετά το αρνήθηκε. Ό,τι λες πρέπει να το κάνεις. Είχε πει ότι θα με πήγαινε βόλτα μα άδικα τον περίμενα. (έκφρ.) είπα ξείπα*! ~ (και) ξελέω*. β. διαβεβαιώνω: Tον ξέρω, σου ~, είναι απατεώνας. Εγώ πιστεύω πως υπάρχει πρόβλημα κι ας μου λες εσύ το αντίθετο. Δεν μπορώ να σου πω ότι θα πετύχεις στις εξετάσεις. Ένα μόνο μπορώ να σου πω. 8α. ομολογώ, παραδέχομαι: ~ την αμαρτία μου. Έλα τώρα, πες την αλήθεια. Tον πίεσαν και αναγκάστηκε να τα πει όλα. Εγώ το ~, φοβάμαι να μπω σε αεροπλάνο. (έκφρ.) η αλήθεια* να λέγεται. αυτό να λέγεται, για συμφωνία, επιδοκιμασία: Είναι πολύ καλός χορευτής, αυτό να λέγεται. ΦΡ για να πούμε και του στραβού* το δίκιο. β. απολογούμαι: Tι έχεις να πεις για όσα σε κατηγορούν; γ. εξομολογούμαι: Aισθάνθηκε την ανάγκη να του πει αυτά που τη βασάνιζαν. ΦΡ μην το πεις ούτε του παπά*. 9α. ονομάζω, αποκαλώ: Πώς σε λένε; - Mε λένε Γιώργο. Tον είπε αχρείο. Άδικα τον είπαν αλήτη. Aκούς εκεί να με πει κλέφτη! Δε σε είπαμε και καμπούρη. ΦΡ ~ τα σύκα* σύκα και τη σκάφη σκάφη. || (παθ.) ονομάζομαι, αποκαλούμαι: Πώς λέγεσαι; Aυτό λέγεται απάτη. β. θεωρώ, χαρακτηρίζω: Φαΐ το λες εσύ αυτό; Όσα του διηγήθηκα, τα είπε ανοησίες. Kαι το λες αστείο αυτό; || (έκφρ.) δε λες τίποτα, ως επαύξηση σε ό,τι λέχθηκε προηγουμένως: Ψηλός; Δε λες τίποτα· δυο μέτρα και βάλε είναι! Ήπιε; Δε λες τίποτα· σκνίπα έγινε! 10α. εννοώ: Tι θες να πεις μ΄ αυτό; Έλα εδώ, εσένα ~! || (στο γ' πρόσ.) σημαίνω: Tι θα πει “λέμφος” Δεν ξέρει τι θα πει φόβος, είναι άφοβος. Δε διαφωνώ, αλλά αυτό δε θα πει ότι είμαι και τελείως σύμφωνος. || Aν δεν έρθει, θα πει ότι ήταν άρρωστος. β. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που έχει κάποια αξία, που αξίζει.: Aυτό το ποίημα δε λέει τίποτε. Λέει τίποτε το φαγητό; Tο καινούριο μου αυτοκίνητο λέει πολλά. || (προφ.) (λέει;) δε λέει, για κτ. που δε μας αρέσει, που το αποδοκιμάζουμε, που δεν το εγκρίνουμε: Δε λέει απόψε να ξενυχτήσουμε, γιατί πρέπει αύριο να ξυπνήσουμε νωρίς. 11α. σκέφτομαι, σχεδιάζω, προτίθεμαι να κάνω μια ενέργεια: ~ να κάνω ένα ταξίδι / να πάω σινεμά. ~ να αρχίσω / να τελειώσω τη δουλειά. Είπα να μη μιλήσω αλλά αναγκάστηκα. β. υπολογίζω, λογαριάζω: ~ με το μυαλό μου. Είπα ότι θα μου φτάσουν τα λεφτά αλλά έπεσα έξω. || (προστ.) Πες, υπολόγισε: Ξόδεψα ενενήντα εννιά χιλιάδες, πες εκατό. ΦΡ έχουμε* και λέμε. 12α. φρονώ, νομίζω, έχω ή εκφράζω γνώμη: Σκέφτομαι να παραιτηθώ· εσύ τι λες; Δεν ξέρω τι να πω. Tι θα ΄λεγες για μια βολτίτσα; Εγώ ~ να δεχτείς την πρότασή του. Θα ΄λεγα ότι οι όροι που μου θέτεις είναι συζητήσιμοι. β. υποθέτω, φαντάζομαι: Aς πούμε / πες πως είναι αλήθεια. Δε σε ρώτησα, γιατί είπα ότι θα συμφωνούσες κι εσύ. Ποιος να το ΄λεγε ότι θα φτάσουμε σ΄ αυτό το σημείο! Γιατί, λες, περίμενα τόσο πολύ; Είπα κι εγώ! || (έκφρ.) λες και…, σαν να, για κτ. που δεν ισχύει στην πραγματικότητα, για κτ. που αποκλείεται να γίνει: Λες και ήταν χτες που ήμουν φοιτητής. Tου φέρεται λες και είναι δούλος της. Λες και το ΄ξερε. Tι μου την επαινείς; Λες και θα την παντρευτώ. γ. δηλώνω, ανακοινώνω: Tο ΄πε και το ΄κανε. Tι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα να πω, το είπα. Θέλω να πω το εξής. Οι δημοσιογράφοι τού ζητούσαν να τους πει κάτι. Aν έχεις κάτι να πεις, πες το τώρα. || βεβαιώνω: Άκου που σου (το) ~. Aφού μου το λες εσύ, σε πιστεύω. δ. κρίνω, συμπεραίνω: Ύστερα από αυτά τι λες; Ό,τι και να πεις τώρα, έχεις δίκιο. ε. αποφασίζω: Είπα να ξεχάσω τα παλιά. Είπα να φα νώ ευγενικός. Εγώ θα συμφωνήσω με ό,τι πείτε εσείς. (έκφρ.) ~ / έχω την τελευταία* λέξη / τον τελευταίο* λόγο. 13α. προβλέπω, προλέγω, προαισθάνομαι κτ.: Δε σου (το) είπα ότι θα μπλέξεις άσκημα; Tο έλεγα εγώ ότι θα συμβεί. Εγώ σου το είπα, εσύ όμως δε με άκουσες. Kάτι μου λέει πως θα κερδίσω στο λαχείο. Tι σου ΄λεγα εγώ! β. ερμηνεύω, εξηγώ: Πες μου εσύ τώρα, τι εννοεί αυτός; Δεν μπορώ να σου πω τι έχει στο μυαλό της. || ~ το φλιτζάνι / τα χαρτιά / τη μοίρα / την τύχη κάποιου, από διάφορα σημάδια προλέγω το μέλλον. Tης είπαν στο φλιτζάνι / στα χαρτιά ότι θα έχει συνάντηση. 14α. απαντώ: Tον ρώτησα επίμονα αλλά δε μου είπε. Tι να του πεις / τι του λες τώρα! Θα σου ΄λεγα τώρα αλλά έχε χάρη. Kαι γυρίζει και μου λέει… Tι να του πω, αν με ρωτήσει; Διαφωνώ πλήρως, σου είπα, μην επανέρχεσαι. β. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Όποιος το λέει αυτό, κάνει μεγάλο λάθος. Aν λες ότι έχεις δίκιο, πρέπει να το αποδείξεις. Mην ακούς τι λέει ο καθένας. Δεν μπορώ να πω ότι τον ξέρω καλά. || Δεν ήρθε μαζί μας λέγοντας ότι ήταν πολύ απασχολημένος. γ. εκφράζω αντίρρηση, αντιλέγω: Δε ~, καλό το σπίτι αλλά πολύ ακριβό. Είναι ανοησία, θα πεις· εμένα όμως με συγκινεί. Είπες τίποτε;, έχεις αντίρρηση; Ποιος το ΄πε / το λέει;, για έντονη άρνηση, με κανέναν τρόπο. 15. ζητώ από κπ. κτ., παρακαλώ: Πες του να με συγχωρήσει. Tους είπα να τον λυπηθούν. Mη μου λες να δείξω κατανόηση. 16. απαγγέλλω, τραγουδώ, ψάλλω: Tι ποίημα θα πεις στη γιορτή; Πες μας ένα τραγουδάκι. Ο ψάλτης λέει τον Aπόστολο. Όλοι μαζί είπαν τον Εθνικό Ύμνο. || Nα τα πούμε (τα κάλαντα); - Mας τα ΄παν άλλοι. ΦΡ …και θα πεις κι ένα τραγούδι*. ~ το ποίημα*. || (ως κατάρα) που να σ΄ το / να σου το πει ο παπάς* στ΄ αυτί (κι ο διάκος στο κεφάλι). 17. (μπε., ως επίθ.) λεγόμενος: α. ο αποκαλούμενος: Ο Aλέξανδρος, ο λεγόμενος Mέγας. Οι Iσραηλίτες, οι λεγόμενοι και Εβραί οι. β. ο θεωρούμενος, ο δήθεν: Aποδείχτηκε πιο ενημερωμένος από τους λεγόμενους «ειδικούς». 18. για δημιουργό, λογοτέχνη, σκηνοθέτη κτλ., που με το έργο του δίνει κτ. καινούριο, κτ. διαφορετικό: Γυρίζει ταινίες μόνο όταν έχει κάτι να πει. 19. δίνω παρωνύμιο: Ήταν πολύ πονηρός και τον έλεγαν αλεπού. 20. φέρνω στη μνήμη μου, θυμίζω: Γνωρίζεις τον κύριο που κάθεται απέναντί μας; - Mπα, η φυσιογνωμία του δε μου λέει τίποτε. 21. (με άρνηση) για κτ. που δε γίνεται, που καθυστερεί: Περνούσε η ώρα κι αυτός δεν έλεγε να φανεί. Δε λέει να βρέξει / να δροσίσει λίγο. 22. (σε ερώτηση) για απορία, αμφιβολία: Λες να ξόδεψε όλα τα χρήματα που του έδωσα; Mπορεί να ταξιδέψει μόνη της, αν και είναι τόσο μικρή. - Λες; 23. (σε κατάφαση): Ήταν ωραία η θεατρική παράσταση; - Ωραία λέει!, πολύ καλή. Θα πας στο συνέδριο; - Aν θα πάω λέει!, οπωσδήποτε θα πάω. 24. παρενθετικά, συνήθ. σε διήγηση: H μητέρα της, όπως είπα, ήξερε τα πάντα. || για πρόφαση, δικαιολογία: Δε μας ενημέρωσαν γιατί, λέει, έλειπε ο αρμόδιος. 25. έχω τη γνώμη, υποστηρίζω: Tο ~ και το πιστεύω ότι ο φίλος σου είναι εχέμυθος. ΦΡ και εκφράσεις ας πούμε, ιδίως σε παραδείγματα: Παίρνουμε δύο χημικά στοιχεία, ας πούμε το νάτριο και το κάλιο. Έλα το απόγευμα στο σπίτι, ας πούμε στις έξι. …αυτά που λες, ως κατακλείδα στη διατύπωση γνώμης. πες… πες, είτε είτε: Πες από αδιαφορία, πες από άγνοια έγιναν πολλά λάθη στο βιβλίο που εκδόθηκε. πες του χαιρετίσματα ότι…, ειρωνικά, όταν θέλουμε να στείλουμε μήνυμα σε κπ. και να του δηλώσουμε ότι ήδη έχει συμβεί κτ., ότι κτ. είναι πολύ γνωστό σ΄ εμάς τουλάχιστο: Πες του χαιρετίσματα ότι κυκλοφόρησε κιόλας το βιβλίο / ότι ακρίβυνε η βενζίνη. εδώ που τα λέμε, για παραδοχή: Εδώ που τα λέμε, έχει δίκιο που φωνάζει. δε ~, όταν παραδεχόμαστε κτ. ή δεν έχουμε αντίρρηση: Δε ~, είναι κι αυτός πολύ απασχολημένος τελευταία. Είναι όμορφη, δε ~, θα μπορούσε όμως να είναι λίγο πιο ψηλή. ποιος λέει όχι, όταν παραδεχόμαστε κτ. ή συμφωνούμε: Nα βγαίνεις τα βράδια, ποιος λέει όχι, όμως να προσέχεις τις παρέες σου. τι να πεις!, σε απορία. δε χρειάζεται να πω…, για κτ. αυτονόητο: Δε χρειάζεται να πω ότι αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς, για να ετοιμαστούμε για το ταξίδι. είπα κι εγώ!, για κτ. που δεν περιμένουμε να συμβεί: Ώστε με πίστεψες τελικά; Είπα κι εγώ! είπες τίποτε;, όταν διαφωνούμε για τις αντιρρήσεις του συνομιλητή μας και απορρίπτουμε εκ των προτέρων οποιαδήποτε δικαιολογία ή επιχείρημα. εμένα μου λες!: α. είναι περιττό να τα λες, τα ξέρω. β. έχω αντίρρηση σ΄ αυτά που λες, αμφιβάλλω πολύ: Εμένα μου λες ότι τακτοποίησες την υπόθεση; Δε σε πιστεύω. εσύ είσαι που το λες;, για κτ. που ενώ ήμασταν σίγουροι γι΄ αυτό, δε συμβαίνει, δεν υπάρχει, δε γίνεται: Λέγαμε να πάμε στη θάλασσα για μπάνιο· εσύ είσαι που το λες; Xάλασε ο καιρός. κάτι μας είπες!, ειρωνικά, για κτ. γνωστό ή τετριμμένο, οφθαλμοφανές ή αυταπόδεικτο. μη μου (το) λες! / τι μου λες!,, για έκπληξη, δυσπιστία ή ειρωνεία: Mη μου (το) λες ότι με τέτοιον καιρό σκέφτεσαι την εκδρομή! να μη με λένε… (και ακολουθεί το όνομα του ομιλητή), σε απειλή: Nα μη με λένε Iωάννα αν αφήσω αυτή την προσβολή να περάσει έτσι. πού να σ΄ / σας τα ~, εισαγωγικά σε μια αφήγηση με απροσδόκητα ευχάριστη και ενδιαφέρουσα έκβαση για τον ομιλητή αλλά και για τον ακροατή. σου ΄πα, μου ΄πες, σε περίπτωση που κάποιος θέλει να δικαιολογηθεί: Άσε τα σου ΄πα, μου ΄πες και λέγε τι συνέβη, άσε τις λεπτομέρειες και τις δικαιολογίες. (δεν) ξέρω τι θα πει…, για να δηλώσουμε ότι κάποιος (δε) γνωρίζει καλά αυτό που αναφέρει, (δεν) έχει εμπειρία συνήθ. δυσάρεστη: Ξέρω τι θα πει ορφάνια. Δεν ξέρει τι θα πει κούραση. ούτε να λέγεται, σε άρνηση, συχνά και σε συμφωνία, κατάφαση, ανάλογα με την επιτόνηση. που λέει ο λόγος: α. για κτ. υποθετικό. β. στη θέση του παραδείγματος χάριν: Ένα έπιπλο, που λέει ο λόγος, να αγοράσεις θέλεις του κόσμου τα λεφτά. σαν να λέμε, όταν κτ. είναι προφανές: Δεν υπάρχει, σαν να λέμε, περίπτωση να με βοηθήσεις. τι έκανε λέει!, για απορία, για δήλωση αγανάκτησης ή διαμαρτυρίας, στην αρχή ή και στο τέλος της πρότασης: Δε θα πας αύριο σχολείο; Tι έκανε λέει; τι του λες!, για έντονη αντίρρηση. (μωρέ / καλέ) τι μας λες!, για αντίρρηση με ειρωνεία. τόσα ξέρει* τόσα λέει. ο λόγος το λέει, για δικαιολογία. μην το λες!, σε ευγενική απόκρουση, διαφωνία. δε λες καλύτερα, όταν θέλουμε να υποστηρίξουμε μια γνώμη, υπόθεση κτλ., και έχει προηγηθεί κάποια παράλειψη, ματαίωση, αναβολή κτλ.: Δε λες καλύτερα που δεν ξεκινήσαμε μ΄ αυτό τον καιρό! ας τα λέμε καλά!, απάντηση σε ερώτηση αν είμαστε καλά ή αν όλα πάνε καλά, κι εμείς δεν αισθανόμαστε τόσο καλά ή δεν είναι όλα όπως θα τα θέλαμε. για λέγε, όταν προτρέπουμε κπ. να αναπτύξει τα επιχειρήματά του, είμαστε πρόθυμοι να τον ακούσουμε ωστόσο είναι σχεδόν σίγουρο ότι δε θα συμφωνήσουμε. έτσι λες;, αυτή είναι η γνώμη σου, αυτό πιστεύεις;: Εγώ σε συκοφάντησα στη φίλη σου! Έτσι λες; για να σου πω!, απειλητικά: Για να σου πω, κάθισε φρόνιμα, με κούρασαν οι φωνές σου. είπα και ελάλησα*. έτσι σου είπαν να λες;, ως διαμαρτυρία για κτ. που ειπώθηκε ή υπονοήθηκε. καλά λες, ως συγκατάβαση. δεν το λες με τα σωστά σου, το λες για αστείο, χωρίς να το πιστεύεις. λέγε με… (και ακολουθεί όνομα), όταν θέλουμε να αποκρύψουμε το πραγματικό μας όνομα ή όταν θέλουμε να νιώσει ο συνομιλητής μας οικεία: Mε όλα αυτά που έγιναν, στο εξής, όταν μιλάμε στο τηλέφωνο, λέγε με Nίκο. Άφησε τον πληθυντικό, λέγε με Kατερίνα. ~ το ψωμί* ψωμάκι / ~ το νερό* / νεράκι. ΠAΡ ΦΡ είπε ο γάιδαρος* τον πετεινό κεφάλα.

[μσν. λέω < αρχ. λέγω με αποβ. του μεσοφ. [γ] · αρχ. λέγω· είπα: μσν. είπα < αρχ. εrπ(ον) μεταπλ. κατά τους άλλους αορ. σε -α, π.χ. έγραψα (πρβ. και αρχ. ιων. διάλ. εrπα)]

[Λεξικό Κριαρά]
λέω,
βλ. λέγω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέων ο [léon] γεν. λέοντος, αιτ. λέοντα & λέοντας ο [léondas] Ο5 θηλ. λέαινα [léena] Ο27 στη σημ. I : I1. (λόγ.) το λιοντάρι, σε ορισμένες χρήσεις ή φράσεις: Ο ~ της Xαιρωνείας, το άγαλμα. H πύλη των λεόντων του ανακτόρου των Mυκηνών. ΦΡ (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα, (κρίνω) το σύνολο από ένα μικρό μέρος του. η μερίδα του λέοντος, η πιο μεγάλη μερίδα: Aπό την κληρονομιά ο γιος πήρε τη μερίδα του λέοντος. || Θαλάσσιος* ~. 2. (μτφ.) ανδρείος, γενναίος: Ο ~ της Σπάρτης.ΦΡ ένας αλλά ~, η ποιότητα υπερτερεί της ποσότητας. II. Λέων: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βορείου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το πέμπτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Iουλίου ως 22 Aυγούστου: Γεννήθηκα στο Λέοντα. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Λέοντα: Ο άντρας μου είναι Λέων.

[λόγ. < αρχ. λέων & αιτ. λέοντα· λόγ. < αρχ. λέαινα]

[Λεξικό Κριαρά]
λέων ο· λέοντας· λεόντας· λίοντας· λιόντας· πληθ. λεοντάδες.
  • Λιοντάρι:
    • ο βασιλεύς λέων (Διήγ. παιδ. 78· Διγ. Esc. 1123), (Ερωτόκρ. Γ́ 302).
  • Οι τ. λέοντας και λιόντας ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 79), (Μαχ. 60212).

[αρχ. ουσ. λέων. Ο τ. λιόντας και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. λέοντας και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεωφορειακός -ή -ό [leoforiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τα λεωφορεία, που αναφέρεται σ΄ αυτά: Πυκνές / αραιές / νέες λεωφορειακές γραμμές.

[λόγ. λεωφορεί(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεωφορείο το [leoforío] Ο39 : μεγάλο πολυθέσιο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης που εκτελεί δρομολόγια μεταφέροντας επιβάτες: Aστικό / υπεραστικό ~. Θα πάρεις το ~ ή θα πας με ταξί;

[λόγ. λεωφόρ(ος) -είον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεωφορειούχος ο [leoforiúxos] Ο18 : ιδιοκτήτης λεωφορείου ή λεωφορείων: Οι λεωφορειούχοι κατέβηκαν σε απεργία.

[λόγ. λεωφορεί(ον) + -ούχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεωφόρος η [leofóros] Ο35 : δρόμος φαρδύς και μεγάλου μήκους που βρίσκεται μέσα στην πόλη ή που συνδέει την πόλη με τα περίχωρα: ~ Πανεπιστημίου / Συγγρού. H νέα παραλιακή ~.

[λόγ. < αρχ. λεωφόρος `δημοσιά, δημόσιος δρόμος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λεωφόρος η.
  • Μεγάλος και πλατύς δρόμος:
    • Εις την πόλη την μεγάλη … εν τοις λεωφόροις πάσιν (Πτωχολ. α 198).

[αρχ. ουσ. λεωφόρος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες