Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λένα (I) η.
-
- (Ναυτ.) αμμώδης προέκταση της στεριάς:
- απάνω εις το πόρτο έναι μία λένα (Πορτολ. Α 35418).
[<ιταλ. lena]
- (Ναυτ.) αμμώδης προέκταση της στεριάς:
[Λεξικό Κριαρά]
- λένα (II) η,
- βλ. λέαινα.



