Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέκιθος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέκιθος η [lékiθos] Ο36 : 1. ο κρόκος του αυγού των πουλιών. 2. (βιολ.) ουσία του κυτταροπλάσματος που αποτελείται από λευκώματα και λίπη και που χρησιμεύει για τη διατροφή και την ανάπτυξη του εμβρύου.

[λόγ.: 1: αρχ. λέκιθος· 2: διεθ. lecith (στη νέα σημ.) -ος < αρχ. λέκιθος]

[Λεξικό Κριαρά]
λέκιθος η.
  • Κρόκος αβγού:
    • (Ιερακοσ. 46819).

[αρχ. ουσ. λέκιθος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες