Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λέγειν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέγειν το [léjin] Ο (άκλ.) : η ικανότητα στο λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία: Έχει ~. Είναι τρομερός στο ~. (έκφρ.) τρόπος* του ~.

[λόγ. < αρχ. λέγειν, απαρέμφ. του ρ. λέγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go