Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέβα
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέβα το [léva] & λεβ το [lév] Ο (άκλ.) : η νομισματική μονάδα της Bουλγαρίας.

[βουλγ. leva, πληθ. της λ. lev· λόγ. < βουλγ. lev (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λεβάδα η.
  • (Ναυτ.) ανοιχτό λιμάνι, μέρος όπου τα πλοία μπορούν να μείνουν αγκυροβολημένα και απ’ όπου μπορούν εύκολα να αναχωρήσουν:
    • Εις τον Αρχάγγελον έναι καλό 'ράξιμο και καλή λεβάδα (Πορτολ. Α 23019). Φρ.
  • 1) Κάνω λεβάδα = αποπλέω:
    • (Λεηλ. Παροικ. 609).
  • 2) Παίζω λεβάδα = σημαίνω (τον) απόπλου:
    • (Λεηλ. Παροικ. 85).

[<βεν. levada (Kahane-Bremner 1967: 69)]

[Λεξικό Κριαρά]
λεβαδίτσος, επίθ.
  • Έκφρ. πούντος λεβαδίτσος = κινητή γέφυρα που το κατάστρωμά της ανυψώνεται από τη μία μεριά:
    • (Πορτολ. Α 33015).

[<παλαιότ. ιταλ. levaticcio (Καραποτόσογλου 2000: 90)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβάντα η [levánda] Ο25 : 1. θαμνώδες, αρωματικό φυτό που τα άνθη και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία. 2. το ομώνυμο άρωμα.

[ιταλ. lavanda, levanda]

[Λεξικό Κριαρά]
λεβάντε το.
  • (Άκλ., ως κύρ. όν.) η Ανατολή, ο γεωγραφικός χώρος ανατολικά της Ιταλίας, στη λεκάνη της Μεσογείου:
    • Αρχή των Κορφών και του Λεβάντε (Πορτολ. Α 321·)>
    • ήτον στελμένος (ενν. ο Καπέλος) … αβογαδόρος εις το Λεβάντε (Ιερόθ. Αββ. 337).

[<ιταλ. levante. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβάντες ο [levándes] Ο14 : (ναυτ.) ανατολικός άνεμος· απηλιώτης.

[ιταλ. levante ]

[Λεξικό Κριαρά]
λεβάντες ο· λεβάντης.
  • 1) Ανατολή:
    • θέλεις ιδεί στη μεριά του λεβάντη τούμπες τρεις (Πορτολ. Β 585).
  • 2) (Ως κύρ. όν.) οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου:
    • η Δύση κι η Ανατολή και όλος ο Λεβάντες (Κορων., Μπούας 4).
  • 3) Ανατολικός άνεμος:
    • φράσσει σε ο λεβάντες και ο σιρόκος (Πορτολ. Α 1016).

[<ιταλ. levante. Ο τ. στο Du Cange (‑η). Η λ. και σήμ. ναυτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβαντίνος ο [levandínos] Ο18 : φραγκολεβαντίνος.

[ιταλ. levantino ]

[Λεξικό Κριαρά]
Λεβαντίνος ο.
  • Ανατολίτης·
    • (εδώ) προκ. για στρατιώτες μισθοφόρους, ιδ. Έλληνες ή Αρβανίτες (stradioti):
      • (Κορων., Μπούας 10).

[<ιταλ. levantino. Η λ. και σήμ. (λ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες