Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάχνη η [láxni] Ο30 : (ανατ.) μικρές πτυχές ή λεπτότατες νηματοειδείς προεξοχές διάφορων υμένων: Λάχνες του εντέρου. Xοριακές λάχνες.
[λόγ. < αρχ. λάχνη `μαλακό μαλλί, πούπουλο΄ σημδ. γαλλ. villosité]



