Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάσκος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάσκος -α -ο [láskos] Ε4 : χαλαρός, χαλαρωμένος: Άσε λάσκο το σκοινί. || (μτφ., για πρόσ.): Tον άφησε λάσκο, χαλάρωσε την επίβλεψη πάνω του. λάσκα ΕΠIΡΡ χαλαρά, μπόσικα: Άφησε ~ τα πανιά και μην τα τεντώνεις. || (μτφ.): Άφησαν το γιο τους ~ κι έμπλεξε με κακές παρέες, χαλάρωσαν την επίβλεψή τους.

[βεν. lasco ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες