Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάρνακα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάρνακα η [lárnaka] Ο28 : φέρετρο, κιβώτιο για την εναπόθεση των οστών ή της τέφρας νεκρού· (πρβ. σαρκοφάγος).

[λόγ. < αρχ. λάρναξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες