Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λάκκωμα το.
-
- Βαθούλωμα, λάκκος:
- ευρίσκει (ενν. ο όφις) πέτραν να έχει λάκκωμα κι εκεί ξερνά φαρμάκιν (Φυσιολ. (Legr.) 1054).
[<λακκώνω (Παπαδ., Παπαχριστ., λ. ‑ννει‑ μτγν. ‑όω) + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- Βαθούλωμα, λάκκος:



