Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάζα η.
-
- Είδος εγχειριδίου, (πιθ.) στιλέτο με μακριά λεπίδα που διπλώνει στη λαβή:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 1325).
[πιθ. <αραβ. lahz (Καραποτόσογλου 1994: 117. Λ. ‑ος ο και ‑ο το σήμ. (ΛΚΝ)]
- Είδος εγχειριδίου, (πιθ.) στιλέτο με μακριά λεπίδα που διπλώνει στη λαβή:
- λαζάνια τα [lazána] Ο44 : είδος ζυμαρικού.
[αντδ. < ιταλ. lasagna θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < λατ. *lasania `τηγάνι΄ < lasanum `μαγειρικό σκεύος΄ < αρχ. λάσανα τά `τρίποδο στήριγμα σκεύους΄]
- λαζάνια τα.
-
- Είδος ζυμαρικού, χυλοπίτες:
- (Στάθ. Γ́ 524).
[<ιταλ. lasagna. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Είδος ζυμαρικού, χυλοπίτες:
- λαζαρέτο το [lazaréto] Ο39 : (παρωχ.) το λοιμοκαθαρτήριο.
[βεν. lazareto από το όν. του Aγίου Λαζάρου, προστάτη των λεπρών (πρβ. ελνστ. λαζάριον `νοσοκομείο΄)]
- λαζαρίνα η [lazarína] Ο25 : είδος παλιού τουφεκιού που γέμιζε από μπροστά.
[ιταλ. lazarina (τύπος κάννης ντουφεκιών) < ανθρωπων. Lazarino (όν. του κατασκευαστή)]
- Λάζαρος ο [lázaros] Ο19 : κυρίως στην έκφραση σαν το Λάζαρο, για άνθρωπο που έχει όψη χλωμή, που είναι αδύνατος και ταλαιπωρημένος (από αρρώστια, κακουχίες κ.ά.).
[ελνστ. Λάζαρος (από τα εβρ.), που τον ανέστησε ο Ιησούς απ΄ τον τάφο]
- λαζάρωμα το.
-
- Σάβανο:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 796).
[<λαζαρώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Τριώδιο (Meursius, Soph.)]
- Σάβανο:
- λαζαρώνω.
-
- Σαβανώνω:
- λαζαρώσαντες αυτούς ευπρεπεστάτως … άρχισαν να κλαίουσιν (Διγ. Ζ 4421).
[<ουσ. λάζαρος (Meursius, Δημ.) + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. το 10. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σαβανώνω:



