Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κώνειο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κώνειο το [kónio] Ο42 : γένος δηλητηριωδών φυτών που φύονται στις παραμεσόγειες κυρίως περιοχές. || το δηλητήριο που παράγεται από τα φυ τά αυτά: Ο Σωκράτης καταδικάστηκε να πιει το ~.

[λόγ. < αρχ. κώνειον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go