Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κώμη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κώμη η [kómi] Ο30 : α. κωμόπολη. β. χωριό με ανεπτυγμένη πολιτιστική και οικονομική ζωή.

[λόγ. < αρχ. κώμη `ατείχιστο χωριό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κώμη η· γεν. εν. κώμεως, (Δούκ. 2731, 3953)· γεν. πληθ. κώμεων, (αυτ. 39734)· δοτ. πληθ. κώμεσι, (αυτ. 3996).

[αρχ. ουσ. κώμη. Οι τ. της γεν. και δοτ. κατά το πόλις (Psaltes 1913: 174). Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go