Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κώδιξ ο· κώδικας· κώνδικας· κώνδιξ.
-
- 1) Συλλογή νόμων:
- (Bακτ. αρχιερ. 211).
- 2) Oθωμανικό κατάστιχο καταγραφής φορολογικών προσόδων· βιβλίο εκκλησιαστικών καταγραφών:
- εις τον κώνδικα του βασιλέως (Συναδ. φ. 76v· Iστ. πατρ. 9417).
- 3) (Γενικ.) χοντρό βιβλίο:
- εκράτιεν ένα κώνδικα (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 311r).
[<λατ. codex. Ο τ. κώδικας και σήμ. Τ. κώντικας σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 6. αι. (Lampe, ‑ηξ) και στον Hσύχ.]
- 1) Συλλογή νόμων:



