Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κύστη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύστη η [kísti] Ο31 : 1α. (ανατ.) υμενώδης θύλακας του σώματος: Ουροδόχος ~. Xοληδόχος ~. β. (ιατρ.) δημιουργία παθολογικού θύλακα: ~ κόκκυγος. γ. (ζωολ.) Nηκτική ~, μεμβρανώδης σάκος που χρησιμεύει στην υδροστατική ισορροπία ορισμένων ψαριών. 2. μικρός ελαστικός σάκος για ειδικές χρήσεις, συνήθ. ιατρικές: ~ πάγου, παγοκύστη.

[λόγ. < αρχ. κύστ(ις) -η (στη σημ. 1α· 1β: σημδ. γαλλ. kyste < αρχ. κύστις)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go