Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κύμινο
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύμινο το [kímino] Ο41 : είδος αρωματικού φυτού καθώς και ο αποξηραμένος καρπός του, το οποίο χρησιμοποιείται ως καρύκευμα. ΦΡ όσο / ώσπου να πεις ~, πάρα πολύ γρήγορα, στη στιγμή, αστραπιαία: Θα είμαι εκεί ώσπου να πεις ~.

[αρχ. κύμινον]

[Λεξικό Κριαρά]
κυμινοθέρμιν το.
  • Aφέψημα από κύμινο:
    • δίψαν παύουσι με το κυμινοθέρμιν (Προδρ. IV 337).

[<ουσ. κύμινον + θερμόν· βλ. και κυμινόθερμον]

[Λεξικό Κριαρά]
κυμινόθερμον το.
  • Aφέψημα από κύμινο:
    • δίψαν παύουσιν εν τῳ κυμινοθέρμῳ (Προδρ. IV 337 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. κύμινον + θερμόν]

[Λεξικό Κριαρά]
κύμινον το.
  • Kύμινο:
    • (Kυνοσ. 59220).

[αρχ. ουσ. κύμινον. T. ο στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go