Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύλισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύλισμα το [kílizma] Ο49 : ομαλή, μη διακοπτόμενη περιστροφική κίνηση ενός σώματος, συνήθ. μτφ. για κτ. που έχει ομαλή, απρόσκοπτη ροή: Tο ~ του χρόνου.

[μσν. κύλισμα < κυλησ- (κυλώ) -μα ή ελνστ. κύλισμα `κτ. που έχει κυλιστεί, χώρος για κύλισμα΄ κατά την εξέλ. της σημ. του -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κύλισμα το.
  • Kύλισμα, στροφή·
    • (εδώ προκ. για το χρόνο ή την τύχη) πέρασμα· αλλαγή, αστάθεια:
      • (Kαλλίμ. 861), (Πτωχολ. α 54).

[<αόρ. του κυλίω + κατάλ. μα. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες