Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κύλικα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύλικα η [kílika] Ο28 : είδος αρχαίου ελληνικού αγγείου σε χρήση από τις αρχές του 6ου αι., με αβαθές και ευρύ σώμα, χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές, από το οποίο έπιναν κρασί: Aττικές κύλικες. Mελανόμορφη / ερυθρόμορφη ~.

[λόγ. < αρχ. κύλιξ, αιτ. -ικα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go