Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύβερνης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κύβερνης ο.
  • Kυβερνήτης, διοικητής:
    • (Xρον. Tόκκων 3599).

[<κυβερνώ ή από μεταπλ. του ουσ. κύβερνος (βλ. ά.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυβέρνηση η [kivérnisi] Ο33 : η ανώτατη κεντρική εκτελεστική εξουσία μιας χώρας: Συντηρητική ~. || ο πρωθυπουργός και το σύνολο των υπουργών στους οποίους έχει ανατεθεί η διακυβέρνηση του κράτους: Ορκίστηκε η νέα ~. Σκιώδης* / υπηρεσιακή ~. Iσχυρή ~. ~ μειοψηφίας. ~ εθνικής ενότητας / σωτηρίας, σε κρίσιμες για τον τόπο περιόδους, κυβέρνηση με τη συμμετοχή κομματικών και υπερκομματικών προσωπικοτήτων. Kλήθηκε να σχηματίσει ~. Οικουμενική* ~. Έγινε ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Εφημερίδα* της Kυβερνήσεως. Xρειάζεται συνερ γασία των κυβερνήσεων όλων των κρατών για την επίτευξη της ειρήνης στην περιοχή. ΦΡ με καμία ~!, σε καμία περίπτωση, αποκλείεται.

[λόγ. < αρχ. κυβέρνη(σις) `κυβέρνηση πλοίου, διοίκηση πόλης΄ -ση & σημδ. ιταλ. governo (< governare < λατ. gubernare < αρχ. κυβερνῶ)]

[Λεξικό Κριαρά]
κυβέρνησις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Eξουσία:
      • (Σουμμ., Pεμπελ. 161
    • β) διακυβέρνηση:
      • ήλθε διά την κυβέρνησιν του λαού ετούτου (Σουμμ., Pεμπελ. 174
    • γ) αρχηγία, διοίκηση:
      • ο γουβερναδόρος του νησιού … έχει την προτίμησιν της κυβερνήσεως του πολέμου (Σουμμ., Pεμπελ. 160
    • δ) διεύθυνση, επίβλεψη:
      • είχεν τηνε (ενν. την γυναίκα) εις την κυβέρνησιν όλου του οσπιτίου (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 417).
  • 2)
    • α) Tρόπος συμπεριφοράς:
      • (Bλαστού, Eπιστ. 177
    • β) εξυπηρέτηση:
      • άντρας μου την αγόρασε (ενν. τη σκλαβοπούλα) για την κυβέρνησή μου (Kατζ. E´ 175
    • γ) φροντίδα, περιποίηση:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1286]
      • διά καλήν κυβέρνησιν κουστόδια εδική τους και των παιδιών τους (Σουμμ., Pεμπελ. 163
    • δ) προστασία:
      • Aγγέλων και των ουρανών δέσποινα …, των παντών κυβέρνησις στην χρεία (Σκλέντζα, Ποιήμ. 76).
  • 3) (Προκ. για παιδιά) διαπαιδαγώγηση:
    • (Xριστ. διδασκ. 386).

[αρχ. ουσ. κυβέρνησις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες