Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κόστα η.
  • (Ναυτ.) ακτή, παραλία:
    • εις όλην την κόστα έχει καλό ράξιμο (Πορτολ. Α 22913
    • φρ. έρχομαι (την) κόσταν κόσταν = πλέω κατά μήκος της ακτής:
      • (αυτ. Β 232, 10).

[<ιταλ. costa. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες