Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρνο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρνο το [kórno] Ο39 : οικογένεια πνευστών οργάνων με κύριο χαρακτηριστικό την παραγωγή ήχου από τις δονήσεις των χειλιών του εκτελεστή, με τη βοήθεια ενός επιστομίου· το κέρας: Γαλλικό ~, σύγχρονο χάλκινο όργανο της ορχήστρας.

[ιταλ. corno (αρχική σημ.: `κέρατο΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κόρνος ο — κόρνον το.
  • (Πιθ.) κερατοειδής απόφυση (στα νύχια του γερακιού):
    • (Ιερακοσ. 34430).

[<ιταλ. corno. Η λ. (ον) στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες