Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπρο
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κόπρο το,
βλ. κόπρο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπρο- [kopro] & κοπρό- [kopró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοπρ- [kopr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. (συνήθ. ιατρ.) στα ανθρώπινα περιττώματα· (πρβ. σκατο-1): ~λαγνεία, ~στασία, ~φιλία· κάποτε εναλλάσσεται με το κοπρανο-: κοπραιμία, κοπραναιμία. 2. γενικά στα ζωικά περιττώματα, στην κοπριά: ~γέννητος, ~σκούληκας, κοπρόχωμα, κοπρόλακκος. 3. (μτφ.) α. σε κτ. αισχρό και χυδαίο: κοπρόστομος, ~λόγος. β. (μειωτ.) στην τεμπελιά, απάθεια, αδιαφορία: κοπρόσκυλο, ~σκυλιάζω. 4. (ζωολ.) στην επιστημονική ονομασία ζώων ή εντόμων: κοπρόφιλος.

[2, 3: μσν. κοπρ(ο)- θ. του κόπρ(ος = κοπριά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοπρο-ζάγαρος = κοπρό-σκυλο· 1, 4: λόγ. < αρχ. κοπρ(ο)- θ. του ουσ. κόπρο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. κοπρο-λόγος `που μαζεύει κοπριά΄, ελνστ. κοπρο-φάγος & γαλλ. copro- < αρχ. κοπρο-: κοπρο-λαλία `τάση για αισχρό λεξιλόγιο΄ < γαλλ. coprolalie]

[Λεξικό Κριαρά]
κόπρο(ν) το.
  • (Στον πληθ.) κοπριές, σκουπίδια·
    • φρ. πηαίνω στα κόπρα = ξοδεύομαι μάταια:
      • ψήφα το δηνέρι σου στα κόπρα να μην πηαίνει (Φαλιέρ., Λόγ. 104 (έκδ. κόπρανα)).

[μτγν. ουσ. κόπρον, και σήμ. ποντ. Η λ. (ο) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπροαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.
  • Που ανατρέφεται και ζει στην κοπριά:
    • (Διήγ. παιδ. 425).

[<ουσ. κόπρος + μτχ. παρκ. του ανατρέφω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπρογένης ο.
  • (Υβριστ.) αυτός που τα γένια του είναι γεμάτα κοπριές:
    • (Σπανός D 1050-1).

[<ουσ. κόπρος + γένιν]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπροδότης ο.
  • Αυτός που κοπρίζει (λ. πλαστή, παρωδία της λ. φωτοδότης):
    • (Σπανός D 847).

[<ουσ. κόπρος + δότης]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπροδοχείον το.
  • Βόθρος:
    • (Βακτ. αρχιερ. 162).

[<ουσ. κόπρος + δοχείον. Η λ. σε Γλωσσάρ. και στον Αρμενόπουλο (Ληναίου 1935: 197)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπροζάγαρος ο.
  • «Κοπρόσκυλο»:
    • είς κοπροζάγαρος χιλίας (ενν. προβατίνας) να διώκει (Διήγ. παιδ. 415).

[<ουσ. κόπρος + ζαγάρι(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπροθέσιον το.
  • Βόθρος:
    • (Βακτ. αρχιερ. 162).

[<ουσ. κόπρος + θέτω. Η λ. τον 9. αι. Τ. ιν σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπρολαγνεία η [koprolaγnía] Ο25 : σεξουαλική διαστροφή που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η γενετήσια διέγερση προκαλείται από τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση των περιττωμάτων του ερωτικού συντρόφου.

[λόγ. < νλατ. coprolagnea < copro- = κοπρο- + αρχ. λαγνεία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες