Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόνιδα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόνιδα η [kóniδa] Ο28 : το αυγό κυρίως της ψείρας, αλλά και του ψύλλου ή του κοριού.

[εν. του μσν. ή ελνστ. κόνιδες < αρχ. κονίδες]

[Λεξικό Κριαρά]
κόνιδα η.
  • (Συνηθέστ. στον πληθ.) αβγά ψειρών, ψύλλων, κοριών:
    • πλήσες κόνιδες γεμάτος (Φαλλίδ. 106).

[<αρχ. ουσ. κονίς. Η λ. στον Ησύχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κονιδάτος, επίθ.
  • (Προκ. για γράμματα) μικρός σαν κόνιδα, σαν ψείρα:
    • γράφεις κονιδάτα (Προδρ. IV 86).

[<ουσ. κόνιδα + κατάλ. άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες