Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόνδορας ο [kónδoras] Ο5 : μεγαλόσωμο αρπακτικό πτηνό που ζει στις Άνδεις.
[λόγ. κόνδ(ωρ) -ορας < αγγλ. condor < ισπαν. condor (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής) (ορθογρ. δαν.)]