Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόμικς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόμικς το [kómiks] & κόμικ το [kómik] Ο (άκλ.) : αστείες ή περιπετειώδεις ιστορίες σε σκίτσα, που συνοδεύονται από πολύ σύντομο κείμενο, καθώς και από τους διαλόγους των προσώπων. || περιοδικό με κόμικς. || (ως επίθ.): Σε μορφή κόμικ.

[λόγ. < αγγλ. comic & πληθ. comics]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες