Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόλπωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλπωμα το [kólpoma] Ο49 : 1. (ανατ.) βαθιά πτύχωση του επιθηλίου. 2. (λόγ.) πλατιά κυματοειδής πτύχωση.

[λόγ.: 1: κόλπ(ος)1II -ωμα· 2: ελνστ. κόλπωμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go