Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κόλπωμα το [kólpoma] Ο49 : 1. (ανατ.) βαθιά πτύχωση του επιθηλίου. 2. (λόγ.) πλατιά κυματοειδής πτύχωση.
[λόγ.: 1: κόλπ(ος)
1II -ωμα· 2: ελνστ. κόλπωμα]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ.: 1: κόλπ(ος)
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |