Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλεϊ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλεϊ το [kólei] Ο (άκλ.) : ράτσα μεγαλόσωμων σκοτσέζικων τσοπανόσκυλων με μακρύ τρίχωμα· λάση.

[λόγ. < αγγλ. collie, colley]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες