Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κόλασις ‑ση η.
-
- 1) Τιμωρία:
- (Κομν., Διδασκ. Δ 340).
- 2) Τόπος όπου δυστυχεί, βασανίζεται κανείς:
- (Ερωφ. Β´ 277).
- 3)
- α) Τόπος όπου τιμωρούνται οι αμαρτωλοί χριστιανοί μετά το θάνατό τους:
- Ω Άδη και τση κόλασης τση σκοτεινής καημένες ψυχές (Ερωφ. Β´ 431)·
- β) μεταθανάτια τιμωρία:
- κόλασην από τον Θεόν να βρεις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5138).
- α) Τόπος όπου τιμωρούνται οι αμαρτωλοί χριστιανοί μετά το θάνατό τους:
- 4) Παιδεμός, ταλαιπωρία:
- τες κόλασες που έπαθε γι’ αγάπη (Θησ. Ι´ [352]· Καλλίμ. 2128).
[αρχ. ουσ. κόλασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Τιμωρία:



